ισχάδιον

ισχάδιον
ἰσχάδιον, τὸ (Α)
μικρή ισχάς*(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. θηκ-ίον, παιδ-ίον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰσχάδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχαδίων — ἰσχάδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχάδια — ἰσχάδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και …   Dictionary of Greek

  • σχάδιον — τὸ, Α μικρή άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάδιον, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ι ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”